- φραγκόσυκο
- τοο καρπός της φραγκοσυκιάς (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φραγκόσυκο — το, Ν βοτ. ο εδώδιμος καρπός τής φραγκοσυκιάς, αλλ. αραπόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + σύκο. Κατ άλλη άποψη, το α συνθετικό τής λ. ανάγεται στον τ. φραγή «φράχτης» λόγω τού ότι το δέντρο φυτεύεται στους φράχτες με παρετυμολ.… … Dictionary of Greek
φραγκοσυκιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Opuntia ficus indica τού γένους κάκτων οπούντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκόσυκο + κατάλ. ιά (πρβλ. μηλ ιά)] … Dictionary of Greek
Μουστάκας, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1883 – Αίγυπτος 1926). Ηθοποιός του θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή σε ηλικία 17 ετών και από τότε διακρίθηκε σε δραματικούς, κυρίως, ρόλους. Έγραψε και μερικά ελαφρά θεατρικά έργα, με κυριότερο Το φραγκόσυκο. Η σύζυγος του Αθανασία… … Dictionary of Greek
αραπόσυκο — το ο καρπός της αραποσυκιάς, το φραγκόσυκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)